- ταυτογνωμονώ
- (ε) αμετ. сходиться во мнении
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταυτογνωμονώ — ταὐτογνωμονῶ, έω, ΝΜ [ταὐτογνώμων, ονος] έχω την ίδια απολύτως γνώμη με άλλον … Dictionary of Greek